νευρειή

νευρειή
νευρειή, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νευρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νευρειήν — νευρειή fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρά — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή) χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.) αρχ. λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”